θαλασσομέδων

θαλασσομέδων
θᾰλασσο-μέδων, οντος, ,
A lord of the sea, Nonn.D.21.95: [dialect] Lacon. fem. [full] σαλασσομέδοισα Alcm. 84.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θαλασσομέδων — θαλασσομέδων, ό (Α) ο κύριος τής θάλασσας, ο θεός τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + μέδων «κυρίαρχος, κύριος»] …   Dictionary of Greek

  • θαλασσομέδων — lord of the sea masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -θαλασσ(ο) — πρώτο συνθετικό λέξεων που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία: α) σχέσης με τη θάλασσα («θαλασσόλυκος», «θαλασσασφάλεια» β) δοκιμασιών, βασάνων («θαλασσοπνίγομαι», «θαλασσοδέρνω») γ) αναστάτωσης, ταραχής («θαλασσοποιώ»). ΣΥΝΘ. (Α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”